- κονιάρος
- κονιάρος, ο και κονιάρης, οδημώδης ονομασία των Τούρκων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Κονιάρος — και Κονιάρης, ο (Μ Κονιάρης και Κοϊνάρος) Τούρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπων. (Ι) κόνιο με σίγηση τού αρκτικού ι + κατάλ. άρος / άρης (πρβλ. βογι άρος, κελλ άρης)] … Dictionary of Greek
κονιαροπατημένος — η, ο αυτός που πατήθηκε από τους Κονιάρους, που έχει υποδουλωθεί στους Τούρκους («μη μέ μαλώνεις, Κίσσαβε, κονιαροπατημένε», δημ. τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύρ. όν. Κονιάρος + πατημένος (< πατάω)] … Dictionary of Greek